Και ενώ το νέο βιβλίο "τρέχει" σε βαθμό που δεν προλαβαίνει ο υπολογιστής και τα πλήκτρα του, να καταγράψουν όσα δημιουργεί το μυαλό μου, θυμήθηκα τις blog ιστορίες που είχα πει ότι ήθελα να συγκεντρώσω από το παλιό στο νέο ιστολόγιο....
Η ΕΠΕΤΕΙΟΣ…….. 
Η καφετιέρα έβγαζε τους γνώριμους ήχους της, η φρυγανιέρα είχε πετάξει από ώρα τις χρυσαφένιες φέτες του ψωμιού και το γάλα ήταν ήδη έτοιμο….με σοκολάτα γιατί ο Άλκης και η Χριστίνα, τα παιδιά της, δεν το έπιναν άσπρο…..
Άναψε το φως της κουζίνας….. Πώς να θεωρήσεις ότι μια νέα μέρα ξεκίνησε με τέτοιο σκοτάδι; Θα έριχνε καρεκλοπόδαρα….και έπρεπε να πάει να ψωνίσει σήμερα…Το βράδυ είχαν τραπέζι στους γονείς της και τα πεθερικά της….Δέκα επτά χρόνια γάμου έκλειναν σήμερα και ήταν συνήθεια από τον πρώτο χρόνο το οικογενειακό τραπέζι……
Η οικογένεια μαζεύτηκε για το πρωινό. Με το ζόρι η λέξη «καλημέρα». Πήραν τις θέσεις τους όπως πάντα αμίλητοι…..Έξω η βροχή άρχιζε με κέφι…… Κοίταξε τα παιδιά της. Ο Άλκης έτρωγε με όρεξη. Η Χριστίνα έμοιαζε αφηρημένη. Ο Χρήστος ο άντρας της, κοίταζε κάτι χαρτιά του μεγάλου λογιστικού του γραφείου….
- Θ’ αργήσεις απόψε; τον ρώτησε και κείνος την κοίταξε με βλέμμα αφηρημένο.
- Ίσως….Γιατί ρωτάς;
Άρα το είχε ξεχάσει……
- Έχουμε τραπέζι στους γονείς σου και στους δικούς μου απόψε….το ξέχασες;
- Τραπέζι; Στα καλά καθούμενα; Πώς σου ήρθε ρε γυναίκα;
Δεν θα του το έλεγε….Δεν θα ήταν εκείνη που θα του υπενθύμιζε ότι μια τέτοια μέρα πριν δέκα επτά χρόνια, νόμισε ότι θα συναντούσε την ευτυχία ντυμένη στα λευκά…..
- Όπως κι αν μου ήρθε, το βράδυ έχουμε τραπέζι….του απάντησε ήσυχα.
- Καλά….θα δω τι θα κάνω, αλλά μην με περιμένεις πριν από τις δέκα!
Το σπίτι άδειασε. Τα παιδιά στο σχολείο, ο Χρήστος στη δουλειά και κείνη μόνη, μ’ ένα φλιτζάνι ζεστό καφέ στα χέρια, για να συγκεντρώσει δυνάμεις. Μέσα στη σιωπή του σπιτιού της, η βροχή που έπεφτε έξω, ακουγόταν σαν εκκωφαντικός θόρυβος. Ακόμα κι έτσι όμως, μπορούσε να σκέφτεται….να θυμάται….
Γνώρισε τον άντρα της όταν ήταν μόλις είκοσι δύο χρονών και δούλευε σαν πωλήτρια σ’ ένα κατάστημα με ανδρικά ρούχα. Εκείνος ήταν τριάντα και συνέχιζε μ’ επιτυχία το λογιστικό γραφείο του πατέρα του. Ντυνόταν πάντα όμορφα και ακριβά….
Την μάγεψε από την αρχή….Ήταν καλοφτιαγμένος, ευγενικός, ήξερε να μιλάει όμορφα….
Αλήθεια….πάντα ήταν το δυνατό του σημείο η συζήτηση…..τουλάχιστον τότε…..Την πήγαινε σε ακριβά εστιατόρια, σε εξεζητημένα μπαράκια και αυτό κράτησε ένα χρόνο….Της ζήτησε να παντρευτούν, χωρίς ποτέ να της έχει πει αν την αγαπάει, αλλά το θεώρησε αυτονόητο και δέχτηκε.
Δέχτηκε, χωρίς να σκεφτεί τι είδους ζωή της υποσχόταν αυτή η ένωση…..
Δέχτηκε χωρίς να σκεφτεί ότι ποτέ δεν την έκανε να γελάει….
Δέχτηκε όλα όσα της είχε επιβάλλει, χωρίς και η ίδια να το καταλάβει…
Δεν θα δούλευε πλέον, γιατί ο Χρήστος ήθελε παραδοσιακή οικογένεια και επιπλέον έβγαζε αρκετά λεφτά ο ίδιος για να τους συντηρεί….Έπρεπε να είναι σοβαρή και να δεχτεί ότι η δουλειά του τον απασχολούσε πολλές ώρες….Τα ρούχα της τα διάλεγε ο ίδιος και έπρεπε να είναι ανάλογα της θέσεώς του….Θα έκαναν οπωσδήποτε δύο παιδιά…..Όλα κανονισμένα από πριν…. Τίποτα δεν είδε εκείνη, τίποτα δεν κατάλαβε τυλιγμένη στο όνειρο ενός άσπρου νυφικού, παραπλανημένη από τον μύθο ενός καλού γάμου…..Πιάστηκε σαν ποντικάκι στην πιο αρχαία φάκα, γεμάτη από την θέα ενός λαχταριστού τυριού που μόνο όταν το γεύτηκε κατάλαβε πόσο άνοστο ήταν…..Πόσο γρήγορα αλήθεια, ήρθε μια αφόρητη πλήξη; Σχεδόν αμέσως…..
Το νυφικό βγήκε και κρύφτηκε σε ένα μεγάλο κουτί στην αποθήκη……
Τα λουλούδια μαράθηκαν, σαφώς πιο γρήγορα από την ίδια….
Τα ρύζια έφυγαν με την βοήθεια της ηλεκτρικής σκούπας…..
Έμεινε εκείνη, μόνη, σ’ ένα άδειο σπίτι, μ’ έναν άντρα που λειτουργούσε περίπου σαν φιλοξενούμενος σ’ ένα καλό ξενοδοχείο….Όταν έμεναν μόνοι, έμοιαζαν να μην έχουν τι να πουν. Ευτυχώς υπήρχε η τηλεόραση και κάλυπτε τις ατέλειωτες σιωπές.
Ευτυχώς υπήρχαν οι παρέες, όλες δικές του βέβαια, αλλά ήταν μια λύση και γιατί όχι; μια παρηγοριά…..Απ’ ότι καταλάβαινε όλες οι γυναίκες γύρω της, την ίδια ζωή ζούσαν, αλλά δεν έμοιαζαν να δυσανασχετούν….
Ήρθαν τα παιδιά να γεμίσουν το κενό….Άλλη μια πλάνη…..Ποτέ κανένα κενό δεν γέμισε με παιδικές φωνές. Γιατί το κενό, δεν ήταν μόνο στον χρόνο, ήταν και στην ψυχή….Και ο χρόνος μπορεί να γέμισε, αλλά η ψυχή; Όλα σταμάτησαν εκεί…..
Εκείνη πνιγμένη ανάμεσα σε πάνες και μπιμπερό στην αρχή, ενώ αργότερα μπλέχτηκε σε ιστούς μαθημάτων, τετραδίων, χορού, κολυμβητηρίου, αγγλικών, γερμανικών και τελειωμό δεν είχαν….Εκείνος είχε πάντα την δουλειά του, τους φίλους του και τώρα τελευταία την Αλίκη….
Δεν ήταν τυφλή, ούτε κουτή….Η όμορφη λογίστρια που είχε προσληφθεί εδώ και τρεις μήνες, ήταν η νέα του κατάκτηση….Θα ήθελε να τον κατηγορήσει, αλλά δεν μπορούσε….πρέπει να έπληττε και εκείνος, όπως η ίδια…..
Μπήκε στο αυτοκίνητο μούσκεμα από την βροχή. Έπρεπε να βρει ένα σούπερ-μάρκετ που να είχε γκαράζ, για τέτοιες μέρες….Μέχρι να βάλει τα ψώνια μέσα, είχε φτάσει να στάζει και τώρα τα δόντια της κτυπούσαν…Έβαλε μπρος και αναρωτήθηκε αν θα κατάφερνε να φτάσει σπίτι της με τέτοιο κατακλυσμό. Οδηγούσε αργά, έπρεπε να προσέχει…
Ο Χρήστος είχε δεχτεί να της πάρει αυτοκίνητο, μόνο όταν τα παιδιά άρχισαν τα μαθήματα εκτός σπιτιού και έπρεπε να τα πηγαίνει η ίδια, αλλά και σ’ αυτό είχε βάλει όρους….Δεν έπρεπε να τρέχει και το παραμικρό τρακάρισμα να της συνέβαινε, δεν θα οδηγούσε ξανά……
Δέκα χρόνια τώρα, δεν είχε ούτε μία γρατσουνιά στο ενεργητικό της και έτσι ήταν όλοι ευχαριστημένοι……Ευτυχισμένοι ήταν οι γονείς….Και οι δικοί της, αλλά και οι δικοί του.
Γιατί να μην ήταν όμως;
Οι δικοί του, αν και στην αρχή ήταν επιφυλακτικοί, μετά, όταν είδαν πόσο καλή, γεμάτη υπομονή και κατανόηση ήταν η νύφη τους, πόσο ολιγαρκής και γεμάτη αυταπάρνηση ήταν η συμπεριφορά της, τότε πείσθηκαν πως η εκλογή του γιου τους ήταν η καλύτερη….
Η γυναίκα που είχε διαλέξει ο Χρήστος, ήταν άψογη νοικοκυρά, υποδειγματική μητέρα αργότερα, δεν είχε φίλες, δεν έβγαινε ποτέ χωρίς τον άντρα της, ήταν πάντα πρόθυμη να κάνει ότι της ζητούσε ο γιος τους και απέναντί τους, ήταν ευγενική και τυπική στις υποχρεώσεις της…..
Οι γονείς της πάλι, όταν ο Χρήστος ζήτησε την κόρη τους, θεώρησαν ότι ήταν προσωποποιημένη η τύχη που είχε κτυπήσει την πόρτα του παιδιού τους και ευχαρίστησαν με ειλικρίνεια Τον Θεό. Όσο τα χρόνια περνούσαν, τόσο οι προσευχές τους συνέχιζαν ενώ αναστέναζαν για την μικρή τους κόρη που κατά την γνώμη τους, δεν είχε μυαλό…..
Πόσο ζήλευε την αδελφή της, το ήξερε μόνο η ίδια….Η Ανθή ήταν ένα ανεξάρτητο πλάσμα, από την ώρα που γεννήθηκε, αν όχι από πριν….Φαίνεται κάτι στα κύτταρά της, υπήρχε από την στιγμή της δημιουργίας της….Μεγάλωσε χωρίς να φοβάται κανέναν, ούτε καν τον πατέρα τους και χωρίς ποτέ να μείνει χωρίς παρέες, βόλτες και μπαράκια, κατάφερε να περάσει στο Πανεπιστήμιο. Στο σχετικό έντυπο που έπρεπε να συμπληρώσει, η μόνη πόλη που δεν είχε δηλώσει, ήταν η Αθήνα….Σπούδασε στην Θεσσαλονίκη, ενώ ταυτόχρονα δούλευε σερβιτόρα καταφέρνοντας να μην επιβαρύνει καθόλου τους γονείς, για να μην μπορούν να της πουν κουβέντα…… Δεν γύρισε ποτέ από κει….Της ταίριαζε αυτή η πόλη και έστησε εκεί την ζωή της. Και όχι μόνο την έστησε, αλλά την έζησε κιόλας. Μόλις πριν από τέσσερα χρόνια, είχε παντρευτεί μ’ έναν σπουδαίο τύπο, που όμως ο άντρας της δεν συμπάθησε ποτέ και τον έλεγε «υπόκοσμο». Για τον Χρήστο, ένας άνθρωπος που δουλεύει νύχτα και έχει δικά του τρία μπαράκια, δεν μπορεί παρά να ήταν…. τουλάχιστον έμπορος ναρκωτικών!
Όμως η Ανθή φαινόταν και ήταν ευτυχισμένη. Διαφορετικά δεν θα έλαμπαν έτσι τα μάτια της, δεν θα είχαν τα χείλη της πάντα αυτή την ελαφριά ροπή προς τα πάνω σε μια υποψία μόνιμου χαμόγελου…..
Άλλαξε τα βρεμένα ρούχα της και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τον άλλο μήνα, θα γινόταν σαράντα δύο χρονών και όσο αυστηρή και να ήταν με τον εαυτό της, ήξερε πως έμοιαζε νεότερη. Ψηλή, αδύνατη, παρά τα δύο παιδιά και με όμορφα χαρακτηριστικά. Φτάνει να μην κοιτούσε κανείς τα μάτια της…. Εκεί τα χρόνια έδειχναν διπλά, η κούραση δυσβάστακτη, η ανία ολοφάνερη….
Είχε καταλάβει ότι ο Χρήστος την απατούσε για πρώτη φορά, μετά την γέννηση της Χριστίνας…. Δεν είχε ενθουσιαστεί που το πρώτο τους παιδί ήταν κορίτσι, αλλά φρόντισε να μην δείξει πόσο πολύ ήθελε έναν γιο…..Ίσως γι αυτό δεν περίμενε ούτε έξι μήνες πριν την αφήσει πάλι έγκυο και τώρα που το σκεφτόταν, αν δεν είχε γεννηθεί ο Άλκης, πιθανότατα θα έκαναν κι άλλο παιδί. Όταν ο σκοπός επετεύχθη ο Χρήστος φρόντιζε από κει και μετά να παίρνει τις προφυλάξεις του……
Άργησε να καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τον άντρα της, γιατί οι ευθύνες του σπιτιού και της μητρότητας, δεν της άφηναν χρόνο. Εξάλλου ήταν πολύ διακριτικός…..
Στην αρχή αισθάνθηκε οργή και απόγνωση. Δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι ο άντρας της την πρόδιδε κατ’ αυτό τον τρόπο…Μετά αναρωτήθηκε τι λάθος είχε κάνει εκείνη.
Υπέβαλλε τον εαυτό της σε αυστηρότατες δίαιτες για να βρει γρήγορα τη γραμμή της, γράφτηκε σε γυμναστήριο, άλλαξε τα μαλλιά της, φρόντισε να προσέχει το ντύσιμό της, αλλά εκείνος συνέχιζε ν’ αργεί τα βράδια, συνέχιζε να μιλάει χαμηλόφωνα στο τηλέφωνο και όταν άρχισε τα επαγγελματικά ταξίδια, που φυσικά ήταν μια γελοία δικαιολογία , τότε στράφηκε απελπισμένη στην μητέρα της, ζητώντας την συμβουλή της.
- Δεν φαντάζομαι να του έκανες καμιά σκηνή! Ήταν το πρώτο πράγμα που της είπε εκείνη.
- Όχι βέβαια!
- Ευτυχώς! Ο Θεός σε φώτισε κοριτσάκι μου!
Είχε κοιτάξει την μητέρα της με απορία.
- Γιατί με ρώτησες κάτι τέτοιο μαμά; είχε ζητήσει να μάθει.
- Γιατί δεν λένε τέτοια πράγματα στον άντρα τους!
- Και τι να πω δηλαδή;
- Τίποτα! Να κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις! Θα του περάσει!
- Μαμά, σου είπα ότι ο Χρήστος με απατάει! Δεν σου είπα ότι έχει πονοκέφαλο!
- Το ίδιο κάνει! Άντρας είναι, θα κάνει τα δικά του! Και στο τέλος-τέλος, σε σένα θα γυρίσει! Εσύ είσαι η γυναίκα του και η μάνα των παιδιών του! Πού θα πάει;
- Μα τι να τον κάνω όταν γυρίσει αφού έχει κοιμηθεί με τόσες άλλες;
- Τι τον κάνουν τον άντρα κορίτσι μου; Τι τον κάναμε όλες μας δηλαδή;
- Ποιες όλες;
- Έχει γούστο τώρα να νομίζεις ότι είσαι η μόνη που τρώει κέρατο! Αχ, παιδάκι μου, όλες από κει περάσαμε!
- Και ο μπαμπάς δηλαδή…..
- Και κείνος στον καιρό του έκανε! Αλλά έκανα ότι δεν καταλάβαινα! Κυρία εγώ! Και στο τέλος βαρέθηκε, μαζεύτηκε και τον κέρδισα!
- Μα πώς τον κέρδισες, αφού βαρέθηκε και σταμάτησε;
- Εγώ δεν είμαι ακόμα η γυναίκα του; Εγώ δεν έχω τ’ όνομά του;
- Και για ένα όνομα, πρέπει να υποστώ όλη αυτή την ταπείνωση;
- Ποια ταπείνωση βρε κορίτσι μου; Εσύ είσαι στο σπίτι, κυρά και αρχόντισσα ! Τίποτα δεν σου λείπει, με τα λούσα σου, με το ωραίο σου το σπίτι, με τα λεφτά του στη διάθεσή σου, τι άλλο θέλεις;
- Δηλαδή τώρα μου λες ότι πουλιέμαι, αλλά τουλάχιστον ακριβά!
- Σαχλαμάρες! Πουλιέσαι….αλλά και έτσι να είναι, στον άντρα σου πουλιέσαι! Δεν είναι ξένος!
- Τώρα ποιος λέει σαχλαμάρες μαμά; Κι έπειτα αν εγώ δεν θέλω να συνεχίσω να ζω έτσι;
- Και τι θα κάνεις;
- Κι αν τον χωρίσω;
- Ε, πάει! Τρελάθηκες! Χωρίζουνε παιδάκι μου για μια τέτοια αιτία;
- Αλλά; Για ποια αιτία χωρίζουν;
- Αν ας πούμε, ήταν μέθυσος! Αν έπαιζε χαρτιά! Αν σε χτυπούσε! Τότε να έλεγα είσαι δικαιολογημένη….αλλά επειδή έχει μια φιλενάδα; Αμαρτία είναι! Κι έπειτα έχεις δύο παιδιά! Πώς θα τα ζήσεις; Δουλειά πού θα βρεις; Θ’ αφήσεις δηλαδή τα πλούτη σου και τα καλά σου για να ξαναγίνεις πωλήτρια; Σύνελθε παιδί μου και άκουσε την μάνα σου! Δεν είναι για σένα όλα αυτά!
Είχε ακούσει την μάνα της…..Είχε παραδεχτεί πως δεν ήταν για κείνη όλα αυτά…..
Το τραπέζι ήταν έτοιμο και το είχε στολίσει με λουλούδια για την περίσταση.
Στο κάτω-κάτω, ήταν γιορτή….Γιορτάζεις έναν γάμο που κράτησε τόσα χρόνια, έστω και κάτω από τέτοιες συνθήκες….. Ίσιωσε μια μικρή ζάρα στο τραπεζομάντιλο και αναρωτήθηκε τι θα έλεγε ο Χρήστος όταν μάθαινε για ποιο λόγο είχε γίνει το οικογενειακό τραπέζι και συνειδητοποιήσει ότι το είχε ξεχάσει….. Τουλάχιστον τα παιδιά, όταν τους το είπε πριν λίγο, φάνηκαν να ντρέπονται και η ντροπή τους έδειχνε ειλικρινής….Είχαν εξαφανιστεί και όταν γύρισαν, κρατούσαν μια ανθοδέσμη στα χέρια τους που της την πρόσφεραν μαζί με την συγνώμη τους….Δεν είχε παράπονο από τα παιδιά της…. Οι γονείς κατέφθασαν με μεγάλα χαμόγελα, γλυκά, σαμπάνια και λουλούδια και κείνη φόρεσε το καλό της χαμόγελο για να τους υποδεχτεί.
- Ελένη μου να ζήσετε! Της είπε ο πεθερός της και κείνη γύρισε το μάγουλο για να δεχτεί το φιλί του.
Ελένη….. Αλήθεια, την έλεγαν Ελένη…..Κόντευε να το ξεχάσει πια….
Ήταν «μαμά» για τα παιδιά, «γυναίκα» για τον Χρήστο, «κοριτσάκι μου» για τον πατέρα της και την μητέρα της, «κόρη μου» για τα πεθερικά της, αλλά ποτέ Ελένη….. Για κανέναν πια….το όνομα είχε αντικατασταθεί από την ιδιότητα και μαζί, κάπως έτσι, είχε χαθεί και η προσωπικότητα αλλά ποιον να κατηγορήσει για την απώλειά της;
Ο Χρήστος μπήκε στο σπίτι, είδε τα λουλούδια, είδε τα γλυκά και επιτέλους θυμήθηκε.
Ήταν κωμικός ο τρόπος που στην αρχή ανασήκωσε τα φρύδια προσπαθώντας να καταλάβει τι συνέβαινε γιατί σίγουρα δεν έμοιαζε με συνηθισμένη οικογενειακή συγκέντρωση όλο αυτό.
Μετά κάρφωσε τα μάτια του στα μάτια της Ελένης που τον κοιτούσε με μια ελαφριά ειρωνεία και τέλος κτύπησε με απελπισία το μέτωπό του.
- Φτου να πάρει! Είπε. Γι αυτό κάτι έλεγα όλη μέρα ότι ξεχνούσα! Έχουμε επέτειο γάμου!
Γέλασαν όλοι. Ακόμα και η ίδια. Τον άφησε να την φιλήσει στο μάγουλο και αναγνώρισε πως τουλάχιστον είχε αισθανθεί άσχημα. Κάτι ήταν κι αυτό…..
Κάθισαν στο τραπέζι και ύψωσαν τα ποτήρια στην υγειά τους, ευχόμενοι αυτός ο γάμος να είναι πάντα ευτυχισμένος για πολλά-πολλά χρόνια ακόμη……Λες και ήταν ποτέ…..
Η Ελένη κοίταξε τον Χρήστο πάνω από τα υψωμένα ποτήρια και είδε το ένοχο χαμόγελό του και τα μάτια του πρόδωσαν τις σκέψεις του….. Ντρεπόταν…..Θετικό…..
Είχε αρχίσει να γκριζάρει στους κροτάφους…..Θετικό…..
Είχε αρχίσει να κάνει κοιλίτσα……Θετικό…..
Έδειχνε κουρασμένος……Θετικό…..
Θυμήθηκε την τελευταία κουβέντα που της είχε πει ,τότε, η μητέρα της:
« Κάνε υπομονή κορίτσι μου…..Θα στρώσει….»
Ίσως είχε δίκιο….. Πόσο θα κρατήσει ακόμη να φέρεται σαν νεαρός; Για πόσο ακόμα θ’ αγνοεί ότι πάνω απ’ όλα έχει μια οικογένεια; Πόσο καιρό θα συνέχιζε να παραμελεί την γυναίκα του;
Δεν μπορεί…..Θα στρώσει……

Η καφετιέρα έβγαζε τους γνώριμους ήχους της, η φρυγανιέρα είχε πετάξει από ώρα τις χρυσαφένιες φέτες του ψωμιού και το γάλα ήταν ήδη έτοιμο….με σοκολάτα γιατί ο Άλκης και η Χριστίνα, τα παιδιά της, δεν το έπιναν άσπρο…..
Άναψε το φως της κουζίνας….. Πώς να θεωρήσεις ότι μια νέα μέρα ξεκίνησε με τέτοιο σκοτάδι; Θα έριχνε καρεκλοπόδαρα….και έπρεπε να πάει να ψωνίσει σήμερα…Το βράδυ είχαν τραπέζι στους γονείς της και τα πεθερικά της….Δέκα επτά χρόνια γάμου έκλειναν σήμερα και ήταν συνήθεια από τον πρώτο χρόνο το οικογενειακό τραπέζι……
Η οικογένεια μαζεύτηκε για το πρωινό. Με το ζόρι η λέξη «καλημέρα». Πήραν τις θέσεις τους όπως πάντα αμίλητοι…..Έξω η βροχή άρχιζε με κέφι…… Κοίταξε τα παιδιά της. Ο Άλκης έτρωγε με όρεξη. Η Χριστίνα έμοιαζε αφηρημένη. Ο Χρήστος ο άντρας της, κοίταζε κάτι χαρτιά του μεγάλου λογιστικού του γραφείου….
- Θ’ αργήσεις απόψε; τον ρώτησε και κείνος την κοίταξε με βλέμμα αφηρημένο.
- Ίσως….Γιατί ρωτάς;
Άρα το είχε ξεχάσει……
- Έχουμε τραπέζι στους γονείς σου και στους δικούς μου απόψε….το ξέχασες;
- Τραπέζι; Στα καλά καθούμενα; Πώς σου ήρθε ρε γυναίκα;
Δεν θα του το έλεγε….Δεν θα ήταν εκείνη που θα του υπενθύμιζε ότι μια τέτοια μέρα πριν δέκα επτά χρόνια, νόμισε ότι θα συναντούσε την ευτυχία ντυμένη στα λευκά…..
- Όπως κι αν μου ήρθε, το βράδυ έχουμε τραπέζι….του απάντησε ήσυχα.
- Καλά….θα δω τι θα κάνω, αλλά μην με περιμένεις πριν από τις δέκα!
Το σπίτι άδειασε. Τα παιδιά στο σχολείο, ο Χρήστος στη δουλειά και κείνη μόνη, μ’ ένα φλιτζάνι ζεστό καφέ στα χέρια, για να συγκεντρώσει δυνάμεις. Μέσα στη σιωπή του σπιτιού της, η βροχή που έπεφτε έξω, ακουγόταν σαν εκκωφαντικός θόρυβος. Ακόμα κι έτσι όμως, μπορούσε να σκέφτεται….να θυμάται….
Γνώρισε τον άντρα της όταν ήταν μόλις είκοσι δύο χρονών και δούλευε σαν πωλήτρια σ’ ένα κατάστημα με ανδρικά ρούχα. Εκείνος ήταν τριάντα και συνέχιζε μ’ επιτυχία το λογιστικό γραφείο του πατέρα του. Ντυνόταν πάντα όμορφα και ακριβά….
Την μάγεψε από την αρχή….Ήταν καλοφτιαγμένος, ευγενικός, ήξερε να μιλάει όμορφα….
Αλήθεια….πάντα ήταν το δυνατό του σημείο η συζήτηση…..τουλάχιστον τότε…..Την πήγαινε σε ακριβά εστιατόρια, σε εξεζητημένα μπαράκια και αυτό κράτησε ένα χρόνο….Της ζήτησε να παντρευτούν, χωρίς ποτέ να της έχει πει αν την αγαπάει, αλλά το θεώρησε αυτονόητο και δέχτηκε.
Δέχτηκε, χωρίς να σκεφτεί τι είδους ζωή της υποσχόταν αυτή η ένωση…..
Δέχτηκε χωρίς να σκεφτεί ότι ποτέ δεν την έκανε να γελάει….
Δέχτηκε όλα όσα της είχε επιβάλλει, χωρίς και η ίδια να το καταλάβει…
Δεν θα δούλευε πλέον, γιατί ο Χρήστος ήθελε παραδοσιακή οικογένεια και επιπλέον έβγαζε αρκετά λεφτά ο ίδιος για να τους συντηρεί….Έπρεπε να είναι σοβαρή και να δεχτεί ότι η δουλειά του τον απασχολούσε πολλές ώρες….Τα ρούχα της τα διάλεγε ο ίδιος και έπρεπε να είναι ανάλογα της θέσεώς του….Θα έκαναν οπωσδήποτε δύο παιδιά…..Όλα κανονισμένα από πριν…. Τίποτα δεν είδε εκείνη, τίποτα δεν κατάλαβε τυλιγμένη στο όνειρο ενός άσπρου νυφικού, παραπλανημένη από τον μύθο ενός καλού γάμου…..Πιάστηκε σαν ποντικάκι στην πιο αρχαία φάκα, γεμάτη από την θέα ενός λαχταριστού τυριού που μόνο όταν το γεύτηκε κατάλαβε πόσο άνοστο ήταν…..Πόσο γρήγορα αλήθεια, ήρθε μια αφόρητη πλήξη; Σχεδόν αμέσως…..
Το νυφικό βγήκε και κρύφτηκε σε ένα μεγάλο κουτί στην αποθήκη……
Τα λουλούδια μαράθηκαν, σαφώς πιο γρήγορα από την ίδια….
Τα ρύζια έφυγαν με την βοήθεια της ηλεκτρικής σκούπας…..
Έμεινε εκείνη, μόνη, σ’ ένα άδειο σπίτι, μ’ έναν άντρα που λειτουργούσε περίπου σαν φιλοξενούμενος σ’ ένα καλό ξενοδοχείο….Όταν έμεναν μόνοι, έμοιαζαν να μην έχουν τι να πουν. Ευτυχώς υπήρχε η τηλεόραση και κάλυπτε τις ατέλειωτες σιωπές.
Ευτυχώς υπήρχαν οι παρέες, όλες δικές του βέβαια, αλλά ήταν μια λύση και γιατί όχι; μια παρηγοριά…..Απ’ ότι καταλάβαινε όλες οι γυναίκες γύρω της, την ίδια ζωή ζούσαν, αλλά δεν έμοιαζαν να δυσανασχετούν….
Ήρθαν τα παιδιά να γεμίσουν το κενό….Άλλη μια πλάνη…..Ποτέ κανένα κενό δεν γέμισε με παιδικές φωνές. Γιατί το κενό, δεν ήταν μόνο στον χρόνο, ήταν και στην ψυχή….Και ο χρόνος μπορεί να γέμισε, αλλά η ψυχή; Όλα σταμάτησαν εκεί…..
Εκείνη πνιγμένη ανάμεσα σε πάνες και μπιμπερό στην αρχή, ενώ αργότερα μπλέχτηκε σε ιστούς μαθημάτων, τετραδίων, χορού, κολυμβητηρίου, αγγλικών, γερμανικών και τελειωμό δεν είχαν….Εκείνος είχε πάντα την δουλειά του, τους φίλους του και τώρα τελευταία την Αλίκη….
Δεν ήταν τυφλή, ούτε κουτή….Η όμορφη λογίστρια που είχε προσληφθεί εδώ και τρεις μήνες, ήταν η νέα του κατάκτηση….Θα ήθελε να τον κατηγορήσει, αλλά δεν μπορούσε….πρέπει να έπληττε και εκείνος, όπως η ίδια…..
Μπήκε στο αυτοκίνητο μούσκεμα από την βροχή. Έπρεπε να βρει ένα σούπερ-μάρκετ που να είχε γκαράζ, για τέτοιες μέρες….Μέχρι να βάλει τα ψώνια μέσα, είχε φτάσει να στάζει και τώρα τα δόντια της κτυπούσαν…Έβαλε μπρος και αναρωτήθηκε αν θα κατάφερνε να φτάσει σπίτι της με τέτοιο κατακλυσμό. Οδηγούσε αργά, έπρεπε να προσέχει…
Ο Χρήστος είχε δεχτεί να της πάρει αυτοκίνητο, μόνο όταν τα παιδιά άρχισαν τα μαθήματα εκτός σπιτιού και έπρεπε να τα πηγαίνει η ίδια, αλλά και σ’ αυτό είχε βάλει όρους….Δεν έπρεπε να τρέχει και το παραμικρό τρακάρισμα να της συνέβαινε, δεν θα οδηγούσε ξανά……
Δέκα χρόνια τώρα, δεν είχε ούτε μία γρατσουνιά στο ενεργητικό της και έτσι ήταν όλοι ευχαριστημένοι……Ευτυχισμένοι ήταν οι γονείς….Και οι δικοί της, αλλά και οι δικοί του.
Γιατί να μην ήταν όμως;
Οι δικοί του, αν και στην αρχή ήταν επιφυλακτικοί, μετά, όταν είδαν πόσο καλή, γεμάτη υπομονή και κατανόηση ήταν η νύφη τους, πόσο ολιγαρκής και γεμάτη αυταπάρνηση ήταν η συμπεριφορά της, τότε πείσθηκαν πως η εκλογή του γιου τους ήταν η καλύτερη….
Η γυναίκα που είχε διαλέξει ο Χρήστος, ήταν άψογη νοικοκυρά, υποδειγματική μητέρα αργότερα, δεν είχε φίλες, δεν έβγαινε ποτέ χωρίς τον άντρα της, ήταν πάντα πρόθυμη να κάνει ότι της ζητούσε ο γιος τους και απέναντί τους, ήταν ευγενική και τυπική στις υποχρεώσεις της…..
Οι γονείς της πάλι, όταν ο Χρήστος ζήτησε την κόρη τους, θεώρησαν ότι ήταν προσωποποιημένη η τύχη που είχε κτυπήσει την πόρτα του παιδιού τους και ευχαρίστησαν με ειλικρίνεια Τον Θεό. Όσο τα χρόνια περνούσαν, τόσο οι προσευχές τους συνέχιζαν ενώ αναστέναζαν για την μικρή τους κόρη που κατά την γνώμη τους, δεν είχε μυαλό…..
Πόσο ζήλευε την αδελφή της, το ήξερε μόνο η ίδια….Η Ανθή ήταν ένα ανεξάρτητο πλάσμα, από την ώρα που γεννήθηκε, αν όχι από πριν….Φαίνεται κάτι στα κύτταρά της, υπήρχε από την στιγμή της δημιουργίας της….Μεγάλωσε χωρίς να φοβάται κανέναν, ούτε καν τον πατέρα τους και χωρίς ποτέ να μείνει χωρίς παρέες, βόλτες και μπαράκια, κατάφερε να περάσει στο Πανεπιστήμιο. Στο σχετικό έντυπο που έπρεπε να συμπληρώσει, η μόνη πόλη που δεν είχε δηλώσει, ήταν η Αθήνα….Σπούδασε στην Θεσσαλονίκη, ενώ ταυτόχρονα δούλευε σερβιτόρα καταφέρνοντας να μην επιβαρύνει καθόλου τους γονείς, για να μην μπορούν να της πουν κουβέντα…… Δεν γύρισε ποτέ από κει….Της ταίριαζε αυτή η πόλη και έστησε εκεί την ζωή της. Και όχι μόνο την έστησε, αλλά την έζησε κιόλας. Μόλις πριν από τέσσερα χρόνια, είχε παντρευτεί μ’ έναν σπουδαίο τύπο, που όμως ο άντρας της δεν συμπάθησε ποτέ και τον έλεγε «υπόκοσμο». Για τον Χρήστο, ένας άνθρωπος που δουλεύει νύχτα και έχει δικά του τρία μπαράκια, δεν μπορεί παρά να ήταν…. τουλάχιστον έμπορος ναρκωτικών!
Όμως η Ανθή φαινόταν και ήταν ευτυχισμένη. Διαφορετικά δεν θα έλαμπαν έτσι τα μάτια της, δεν θα είχαν τα χείλη της πάντα αυτή την ελαφριά ροπή προς τα πάνω σε μια υποψία μόνιμου χαμόγελου…..
Άλλαξε τα βρεμένα ρούχα της και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τον άλλο μήνα, θα γινόταν σαράντα δύο χρονών και όσο αυστηρή και να ήταν με τον εαυτό της, ήξερε πως έμοιαζε νεότερη. Ψηλή, αδύνατη, παρά τα δύο παιδιά και με όμορφα χαρακτηριστικά. Φτάνει να μην κοιτούσε κανείς τα μάτια της…. Εκεί τα χρόνια έδειχναν διπλά, η κούραση δυσβάστακτη, η ανία ολοφάνερη….
Είχε καταλάβει ότι ο Χρήστος την απατούσε για πρώτη φορά, μετά την γέννηση της Χριστίνας…. Δεν είχε ενθουσιαστεί που το πρώτο τους παιδί ήταν κορίτσι, αλλά φρόντισε να μην δείξει πόσο πολύ ήθελε έναν γιο…..Ίσως γι αυτό δεν περίμενε ούτε έξι μήνες πριν την αφήσει πάλι έγκυο και τώρα που το σκεφτόταν, αν δεν είχε γεννηθεί ο Άλκης, πιθανότατα θα έκαναν κι άλλο παιδί. Όταν ο σκοπός επετεύχθη ο Χρήστος φρόντιζε από κει και μετά να παίρνει τις προφυλάξεις του……
Άργησε να καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τον άντρα της, γιατί οι ευθύνες του σπιτιού και της μητρότητας, δεν της άφηναν χρόνο. Εξάλλου ήταν πολύ διακριτικός…..
Στην αρχή αισθάνθηκε οργή και απόγνωση. Δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι ο άντρας της την πρόδιδε κατ’ αυτό τον τρόπο…Μετά αναρωτήθηκε τι λάθος είχε κάνει εκείνη.
Υπέβαλλε τον εαυτό της σε αυστηρότατες δίαιτες για να βρει γρήγορα τη γραμμή της, γράφτηκε σε γυμναστήριο, άλλαξε τα μαλλιά της, φρόντισε να προσέχει το ντύσιμό της, αλλά εκείνος συνέχιζε ν’ αργεί τα βράδια, συνέχιζε να μιλάει χαμηλόφωνα στο τηλέφωνο και όταν άρχισε τα επαγγελματικά ταξίδια, που φυσικά ήταν μια γελοία δικαιολογία , τότε στράφηκε απελπισμένη στην μητέρα της, ζητώντας την συμβουλή της.
- Δεν φαντάζομαι να του έκανες καμιά σκηνή! Ήταν το πρώτο πράγμα που της είπε εκείνη.
- Όχι βέβαια!
- Ευτυχώς! Ο Θεός σε φώτισε κοριτσάκι μου!
Είχε κοιτάξει την μητέρα της με απορία.
- Γιατί με ρώτησες κάτι τέτοιο μαμά; είχε ζητήσει να μάθει.
- Γιατί δεν λένε τέτοια πράγματα στον άντρα τους!
- Και τι να πω δηλαδή;
- Τίποτα! Να κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις! Θα του περάσει!
- Μαμά, σου είπα ότι ο Χρήστος με απατάει! Δεν σου είπα ότι έχει πονοκέφαλο!
- Το ίδιο κάνει! Άντρας είναι, θα κάνει τα δικά του! Και στο τέλος-τέλος, σε σένα θα γυρίσει! Εσύ είσαι η γυναίκα του και η μάνα των παιδιών του! Πού θα πάει;
- Μα τι να τον κάνω όταν γυρίσει αφού έχει κοιμηθεί με τόσες άλλες;
- Τι τον κάνουν τον άντρα κορίτσι μου; Τι τον κάναμε όλες μας δηλαδή;
- Ποιες όλες;
- Έχει γούστο τώρα να νομίζεις ότι είσαι η μόνη που τρώει κέρατο! Αχ, παιδάκι μου, όλες από κει περάσαμε!
- Και ο μπαμπάς δηλαδή…..
- Και κείνος στον καιρό του έκανε! Αλλά έκανα ότι δεν καταλάβαινα! Κυρία εγώ! Και στο τέλος βαρέθηκε, μαζεύτηκε και τον κέρδισα!
- Μα πώς τον κέρδισες, αφού βαρέθηκε και σταμάτησε;
- Εγώ δεν είμαι ακόμα η γυναίκα του; Εγώ δεν έχω τ’ όνομά του;
- Και για ένα όνομα, πρέπει να υποστώ όλη αυτή την ταπείνωση;
- Ποια ταπείνωση βρε κορίτσι μου; Εσύ είσαι στο σπίτι, κυρά και αρχόντισσα ! Τίποτα δεν σου λείπει, με τα λούσα σου, με το ωραίο σου το σπίτι, με τα λεφτά του στη διάθεσή σου, τι άλλο θέλεις;
- Δηλαδή τώρα μου λες ότι πουλιέμαι, αλλά τουλάχιστον ακριβά!
- Σαχλαμάρες! Πουλιέσαι….αλλά και έτσι να είναι, στον άντρα σου πουλιέσαι! Δεν είναι ξένος!
- Τώρα ποιος λέει σαχλαμάρες μαμά; Κι έπειτα αν εγώ δεν θέλω να συνεχίσω να ζω έτσι;
- Και τι θα κάνεις;
- Κι αν τον χωρίσω;
- Ε, πάει! Τρελάθηκες! Χωρίζουνε παιδάκι μου για μια τέτοια αιτία;
- Αλλά; Για ποια αιτία χωρίζουν;
- Αν ας πούμε, ήταν μέθυσος! Αν έπαιζε χαρτιά! Αν σε χτυπούσε! Τότε να έλεγα είσαι δικαιολογημένη….αλλά επειδή έχει μια φιλενάδα; Αμαρτία είναι! Κι έπειτα έχεις δύο παιδιά! Πώς θα τα ζήσεις; Δουλειά πού θα βρεις; Θ’ αφήσεις δηλαδή τα πλούτη σου και τα καλά σου για να ξαναγίνεις πωλήτρια; Σύνελθε παιδί μου και άκουσε την μάνα σου! Δεν είναι για σένα όλα αυτά!
Είχε ακούσει την μάνα της…..Είχε παραδεχτεί πως δεν ήταν για κείνη όλα αυτά…..
Το τραπέζι ήταν έτοιμο και το είχε στολίσει με λουλούδια για την περίσταση.
Στο κάτω-κάτω, ήταν γιορτή….Γιορτάζεις έναν γάμο που κράτησε τόσα χρόνια, έστω και κάτω από τέτοιες συνθήκες….. Ίσιωσε μια μικρή ζάρα στο τραπεζομάντιλο και αναρωτήθηκε τι θα έλεγε ο Χρήστος όταν μάθαινε για ποιο λόγο είχε γίνει το οικογενειακό τραπέζι και συνειδητοποιήσει ότι το είχε ξεχάσει….. Τουλάχιστον τα παιδιά, όταν τους το είπε πριν λίγο, φάνηκαν να ντρέπονται και η ντροπή τους έδειχνε ειλικρινής….Είχαν εξαφανιστεί και όταν γύρισαν, κρατούσαν μια ανθοδέσμη στα χέρια τους που της την πρόσφεραν μαζί με την συγνώμη τους….Δεν είχε παράπονο από τα παιδιά της…. Οι γονείς κατέφθασαν με μεγάλα χαμόγελα, γλυκά, σαμπάνια και λουλούδια και κείνη φόρεσε το καλό της χαμόγελο για να τους υποδεχτεί.
- Ελένη μου να ζήσετε! Της είπε ο πεθερός της και κείνη γύρισε το μάγουλο για να δεχτεί το φιλί του.
Ελένη….. Αλήθεια, την έλεγαν Ελένη…..Κόντευε να το ξεχάσει πια….
Ήταν «μαμά» για τα παιδιά, «γυναίκα» για τον Χρήστο, «κοριτσάκι μου» για τον πατέρα της και την μητέρα της, «κόρη μου» για τα πεθερικά της, αλλά ποτέ Ελένη….. Για κανέναν πια….το όνομα είχε αντικατασταθεί από την ιδιότητα και μαζί, κάπως έτσι, είχε χαθεί και η προσωπικότητα αλλά ποιον να κατηγορήσει για την απώλειά της;
Ο Χρήστος μπήκε στο σπίτι, είδε τα λουλούδια, είδε τα γλυκά και επιτέλους θυμήθηκε.
Ήταν κωμικός ο τρόπος που στην αρχή ανασήκωσε τα φρύδια προσπαθώντας να καταλάβει τι συνέβαινε γιατί σίγουρα δεν έμοιαζε με συνηθισμένη οικογενειακή συγκέντρωση όλο αυτό.
Μετά κάρφωσε τα μάτια του στα μάτια της Ελένης που τον κοιτούσε με μια ελαφριά ειρωνεία και τέλος κτύπησε με απελπισία το μέτωπό του.
- Φτου να πάρει! Είπε. Γι αυτό κάτι έλεγα όλη μέρα ότι ξεχνούσα! Έχουμε επέτειο γάμου!
Γέλασαν όλοι. Ακόμα και η ίδια. Τον άφησε να την φιλήσει στο μάγουλο και αναγνώρισε πως τουλάχιστον είχε αισθανθεί άσχημα. Κάτι ήταν κι αυτό…..
Κάθισαν στο τραπέζι και ύψωσαν τα ποτήρια στην υγειά τους, ευχόμενοι αυτός ο γάμος να είναι πάντα ευτυχισμένος για πολλά-πολλά χρόνια ακόμη……Λες και ήταν ποτέ…..
Η Ελένη κοίταξε τον Χρήστο πάνω από τα υψωμένα ποτήρια και είδε το ένοχο χαμόγελό του και τα μάτια του πρόδωσαν τις σκέψεις του….. Ντρεπόταν…..Θετικό…..
Είχε αρχίσει να γκριζάρει στους κροτάφους…..Θετικό…..
Είχε αρχίσει να κάνει κοιλίτσα……Θετικό…..
Έδειχνε κουρασμένος……Θετικό…..
Θυμήθηκε την τελευταία κουβέντα που της είχε πει ,τότε, η μητέρα της:
« Κάνε υπομονή κορίτσι μου…..Θα στρώσει….»
Ίσως είχε δίκιο….. Πόσο θα κρατήσει ακόμη να φέρεται σαν νεαρός; Για πόσο ακόμα θ’ αγνοεί ότι πάνω απ’ όλα έχει μια οικογένεια; Πόσο καιρό θα συνέχιζε να παραμελεί την γυναίκα του;
Δεν μπορεί…..Θα στρώσει……